Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η καμπούρα

  • 1 καμπούρα

    [камбура] ουσ. Θ. горб.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καμπούρα

  • 2 кобуфа

    [καμπουρά] ουσ. θ. θήκη πιστολιού

    Русско-греческий новый словарь > кобуфа

  • 3 кобуфа

    [καμπουρά] ουσ θ θήκη πιστολιού

    Русско-эллинский словарь > кобуфа

  • 4 горб

    -а, προθτ. на горбу, о горбе α.
    1. καμπούρα, κύρτωμα, κύφωμα.
    2. μτφ. μαστός του βουνού• γήλοφος.
    3. επίρ. -ом καμπουρωτά,σαν καμπούρα.
    4. ύβος, ύβωμα•

    горб верблюда ο ύβος τής γκαμήλας.

    εκφρ.
    своим (ή собственным) -ом – με τον ιδρώτα μου, με τον κόπο μου•
    испытывать на своем ή собственном -у – δοκιμάζω στην καμπούρα μου•
    наложить на -у – ξυλοκοπώ, μπαγλαρώνω•
    намять кому горб – ισιώνω την καμπούρα κάποιου (χτυπώ, ξυλοκοπώ).

    Большой русско-греческий словарь > горб

  • 5 горб

    горб м η καμπούρα
    * * *
    м
    η καμπούρα

    Русско-греческий словарь > горб

  • 6 горб

    горб
    м ἡ καμπούρα, τό κύφωμα/ ὁ ὑβος, τό δβωμα, ἡ καμπούρα (верблюда) · своим \горбом (добывать, зарабатывать) κερδίζω μέ τόν ιδρώτα τοῦ προσώπου μου.

    Русско-новогреческий словарь > горб

  • 7 стоять

    стою, стоишь, προστκ. стой.
    επιρ. μτχ. стоя
    ρ.δ.
    1. στέκομαι ορθός•

    стоять у окна στέκομαι όρθιος στο παράθυρο•

    стоять перед зеркалом στέκομαι μπροστά στον καθρέφτη.

    || στηρίζομαι•

    стоять на ногах στέκομαι στα πόδια•

    -на коленях στέκομαι στα γόνατα•

    стоять на цыпочках στέκομαι στα δάχτυλα•

    стоять на голове στέκομαι στο κεφάλι (με τα πόδια άνω)•

    стоять на на руки στέκομαι (στηριζόμενος) στα χέριο: (με τα πόδια άνω)•

    волосы -ят дыбом τα μαλλιά στέκονται ορθωμένα.

    2. εκτελώ κάτι όρθιος•

    стоять у станка εργάζομαι όρθιος στη εργα-τομηχανή•

    стоять на посту στέκομαι στο πόστο•

    -в карауле στέκομαι στο καραούλι(σκοπιά, παρατηρητήριο)•

    стоять на молитве προσεύχομαι όρθιος.

    3. καταλύω, σταθμεύω•

    стоять лагерем στρατοπεδεύω• κατασκηνώνω;

    4. (στρατ.) παίρνω μέρος, υπερασπίζω•

    стоять на обороне παίρνω μέρος στην άμυνα.

    || αμύνομαι, κρατώ γερά•

    насмерть αμύνομαι μέχρι εσχάτων.

    || μτφ. είμαι υπέρ• με το μέρος• υπερασπίζω•

    стоять за мир υπερασπίζω την ειρήνη•

    стоять за народ υπερασπίζω το λαό,

    μτφ. είμαι της γνώμης, επιμένω στη γνώμη μου, είμαι σταθερός στη γνώμη μου ή την άποψη μου.
    5. (με το αρνητικό μόριο не) δεν τσιγκουνεύομαι, δε λυπάμαι.
    6. στέκομαι, είμαι, βρίσκομαι•

    лстица -ит у стены η σκάλα στέκεται στον τοίχο•

    печка -ит в углу η θερμάστρα είναι στη γωνία.

    7. ορθώνομαι εγείρομαι•

    перед нами -ят большие идеалы μπροστά μας στέκονται (ορθώνονται μεγάλα ιδανικά (ιδεώδη).

    8. μτφ. είμαι, κατέχω θέση, βρίσκομαι•

    у честного человека труд -ит на первом месте για τον τίμιο άνθρωπο η εργασία κατέχει την πρώτη θέση ή βρίσκεται στην πρώτη γραμμή.

    || κυρλξ. κ. μτφ. στηρίζομαι•

    дом -ит на фундаменте το σπίτι στηρίζεται στα θεμέλια•

    государство -ит на солдате το κράτος στηρίζεται στο στρατιώτη.

    || υπάρχω, είμαι•

    на бумаге -ит печать στο χαρτί (έγγραφο) υπάρχει σφραγίδα.

    10. κυρλξ. κ. μτφ. ακινητώ•

    вода в пруду всегда -ит το νερό στη δεξαμενή πάντοτε μένει ακίνητο (στέκεται)•

    время не -ит ο χρόνος κυλάει•

    работа -ит η δουλειά σταματά.

    11. είμαι (για κατάσταση)•

    -ит жара είναι ζέστη•

    комнаты -ят пустыми τα δωμάτια είναι άδεια•

    -ит тишина είναι ησυχία•

    погода -ит холодная ο καιρός είναι ψυχρός•

    -ял полдень ήταν μεσημέρι•

    -ло лето ήταν καλοκαίρι•

    -ла ночь ήταν νύχτα.

    || δείχνω•

    барометр -ит на „ясно το βαρόμετρο δείχνει αίθριος.

    12. διατηρούμαι, κρατώ•

    варенье может стоять долго το γλυκό του κουταλιού μπορεί να διατηρηθεί πολύν καιρό.

    13. δε λειτουργώ•

    часы стоять το ρολόι δε δουλεύει (είναι σταματημένο).

    || μτφ. δεν προχωρώ• δεν προοδεύω, δεν πάω μπροστά•

    работа -ит η δουλειά δεν προχωρεί.

    14. προστκ. стой(те) σταμάτα, -τάτε.
    εκφρ.
    стоять во главе – α) είμαι επικεφαλής, β) αρχηγεύω, είμαι, αρχηγός•
    стоять за спиной; стоять за кем:
    α) έχω στην καμπούρα μου• за моей спиной -ят шестьдесят лет – στην καμπούρα μου έχω εξήντα χρόνια.
    β) κρύβομαι, πίσω από κάποιον (προστατεύω, καθοδηγώ κρυφά)•
    стоять на карте ή на кону – επαφίεμαι στην τύχη•
    стоять на реальной ή тврдой почве – πατώ γερά, στηρίζομαι σταθερά•
    стоять над чьей душой; над кем – στέκομαι πάνω από το κεφάλι κάποιου (ενοχλώ), γίνομαι φόρτωμα σε κάποιον•
    стоять у власти – ασκώ την εξουσία, εξουσιάζω(κυβερνώ)•
    стоять у ворот ή у порога – πλησιάζω πολύ, επί θύραις•
    стоять близко к кому и стоять близко, около кого – α) συσχετίζομαι, συνδέομαι στενά, β) πρόσκειμαι•
    стоять вше кого – στέκομαι πάνω από κάποιον (είμαι ανώτερος κάποιου)•
    стоять выше чего – στέκομαι πάνω από κάτι (δε δίνω σημασία, προσοχή).

    Большой русско-греческий словарь > стоять

  • 8 горб

    1. (выпуклость) о ύβος, η καμπούρα, το κύρτωμα 2. (волны, кривой и т.д.) η κορυφή (κύματος, καμπύλης κ.λπ.).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > горб

  • 9 голова

    голов||а
    ж
    1. прям., перен ἡ κεφαλή, τό κεφάλι:
    с непокрытой \головаой ἀσκεπής, ξεσκούφωτος· светлая \голова перен φωτεινός νοῦς, (ρωτεινό μυαλό· пустая \голова ὁ κουφιοκέφαλος, ὁ κουφιοκεφαλάκης· горячая \голова перен ὁ θερμόαιμος' с ясной \головао́й νηφάλια, μέ καθαρό μυαλό· кивать \головао́й κατανεύω·
    2. (единица счета скота) τό κεφάλί
    3. (руководитель, начальник) ὁ ἐπί κεφαλής, ἡ κεφαλή, ὁ ἀρχηγός:
    городской \голова ист. ὁ δήμαρχος, ὁ πρόεδρος τοῦ δημοτικοῦ συμβουλίου· ◊ \голова сахару ἕνα κεφάλι ζάχαρη· \голова идет кру́гом τά χάνω, σαστίζω· у него закружилась \голова ζαλίστηκε· у нее закружилась \голова от успеха ἀπό τήν ἐπιτυχία πήραν τά μυαλά της ἀέρα· с \головаы́ до ног ἀπό τήν κορυφή ὡς τά νύχια· валить с больной \головаы на здоровую φορτώνω τά σφάλματα μου σέ ἄλλον в первую голову πρίν ἀπ' ὅλα, πρώτιστα· мне пришло в голову μοῦ ήρθε στό μυαλό, μοῦ κατέβηκε· вбить (или забрать) себе в голову βάζω στό κεφάλι μου, βάζω στό νοῦ μου· выкинуть из \головаы βγάζω ἀπ'τό νοῦ μου· разбить на голову συντρίβω ὁλοκληρωτικά, τσακίζω κατακέφαλα· терять голову χάνω τά λογικά μου· ломать голову над чем-л. σπάνω τό κεφάλι μου νά· вскружить голову кому́-л. ξεμυαλίζω κάποιον· морочить кому́-л. голову ζαλίζω, σκοτίζω, τσατίζω κάποιον забивать кому́-л. голову φουσκώνω τά μυαλά κάποιού намылить кому́-л. го́лоиу βάζω γερή κατσάδα σέ κάποιον голову даю на отсечение что... κόβω τό κεφάλι μου πώς...· повесить голову χάνω τό θάρρος μου· сложить голову σκοτώνομαι στή μάχη, δίνω τή ζωή μου· на свою голову στήν καμπούρα μου, ἀπάνω μου1 сломя голову πολύ γρήγορα· очертя голову μέσ' τά ὅλα, ριψοκινδυνεύοντας τά πάντα· иметь голову на плечах εἶμαι στά λογικά μου, εἶμαι στά καλά μου· вино́ ударило ему́ в голову τό κρασί τον χτύπησε στό κεφάλι· как снег на голову (появиться, свалиться) ἐξαφνα, ξαφνικά, ἀναπάντεχα· снявши голову по волосам не плачут погов. ὁ βρεγμένος τή βροχή δέν τή φοβάται· окунуться (или уйти) с \головао́й во что́-л. ρίχνομαι μέ τά μούτρα· быть \головао́й выше кого́-л. στέκομαι ἕνα κεφάλι πιό ψηλά ἀπό κάποιον ручаться \головао́й ἐγγυώμαι προσωπικά, βάζω τό κεφάλι μου· отвечать \головао́й εἶμαι ὑπεύθυνος μέ τή ζωή μου· поплатиться \головаой πληρώνω μέ τή ζωή μου,· πληρώνω μέ τό κεφάλι μου· рисковать \головао́й παίζω τό κεφάλι μου, ριψοκινδυνεύω τή ζωή μου· выдать себя с \головао́й ξεσκεπάζομαι, ἀποκαλύπτομαι· биться \головао́й о стен(к)у χτυπιέμαι, χτυπῶ τό κεφάλι μου στον τοίχο· в \головаах στό προσκέφαλο· сколько голов, столько умо́в погов. ὁ καθένας μέ τό χαβᾶ του.

    Русско-новогреческий словарь > голова

  • 10 горбунья

    горбун||ья
    ж ἡ καμπούρα, ἡ κιχρή

    Русско-новогреческий словарь > горбунья

  • 11 отдуваться

    отдуваться
    несов
    1. (тяжело дышать) κοντανασαίνω, ἀσθμαίνω, πνευστιῶ·
    2. перен (нести ответственность) разг πληρώνω τήν νύφη, σηκώνω στήν καμπούρα μου..

    Русско-новогреческий словарь > отдуваться

  • 12 сваливать

    сваливать
    несов
    1. (опрокидывать) ρίχνω χάμω, καταρρίπτω:
    \сваливать кого-л. с ног ρίχνω κάποιον κάτω·
    2. перен (свергать) разг ρίχνω·
    3. (в одно место) разг στοιβάζω:
    \сваливать в ку́чу σωριάζω, ρίχνω σωρό·
    4. перен разг ρίχνω:
    \сваливать вину́ на другого τά φορτώνω στήν καμπούρα ἄλλου· \сваливать на кого-л. ответственность ρίχνω τήν εὐθύνη σέ κάποιον \сваливать с больной головы на здоровую погов. ρίχνω τό σφάλμα μου σέ ἀλλον.

    Русско-новогреческий словарь > сваливать

  • 13 горб

    [γκόρπ] ουα. α. καμπούρα

    Русско-греческий новый словарь > горб

  • 14 горб

    [γκόρπ] ουα. α καμπούρα

    Русско-эллинский словарь > горб

  • 15 въехать

    въеду, въедешь, προστκ. δεν έχει.
    1. εισέρχομαι, μπαίνω μέσα (για μεταφ. μέσο).
    2. ανεβαίνω, ανέρχομαι (επί μεταφ. μέσου). въехать на гору ανεβαίνω στο βουνό.
    3. εγκατοικώ, εγκαθίσταααι, ενοικώ.
    4. (απλ.) χτυπώ, δέρνω•

    -ли в загорбок του ίσιωσαν την καμπούρα, του τις έβρεξαν στα γερά.

    Большой русско-греческий словарь > въехать

  • 16 горбина

    θ.
    κύρτωση, -μα• εξόγκωμα• καμπούρα•

    нос с -ой μύτη καμπουρωτή.

    Большой русско-греческий словарь > горбина

  • 17 горький

    επ., βρ: -рек, -рька, -рько; горче, к. παλ. горше, горший; горчайший.
    1. πικρός•

    -ое лекарство πικρό φάρμακο.

    2. μτφ. γεμάτος φαρμάκια, στενοχώριες• κακός•

    -ая жизнь κακή ζωή•

    -ая доля κακή τύχη.

    || λυπηρός, θλιβερός, αλγηνός, οδυνηρός. || μτφ. αψύς,δριμύς, τσουχτερός, δηκτικός,καυστικός, φαρμακερός•

    горький смех πικρό γέλιο.

    3. δυστυχής, -ισμένος, δύσμοιρος, δύστηνος•

    -ая сирота πεντάρφανος.

    4. ουσ. θ. -ая η βότκα.
    εκφρ.
    - ая истина – πικρή αλήθεια•
    горький опыт – πικρή πείρα•
    - ие воды – πικρές υδάτινες πηγές• горький ή -ая пьяница αλκοολικός•
    - ая соль – είδος καθαρτικού (θειϊκό μαγγάνιο)•
    горе -ое – μεγάλο φαρμάκι (δυστυχία, κακό)•
    -им опытом прийти ή узнатьκ.τ.τ. γνωρίζω εξ ιδίας πείρας, δοκιμάζω στην καμπούρα μου•
    пить -ую – πίνω, μεθοκοπώ.

    Большой русско-греческий словарь > горький

  • 18 загорбок

    -бка α. (απλ.) καμπούρα• κύρτωμα ράχης.

    Большой русско-греческий словарь > загорбок

  • 19 зуб

    -а, πλθ. зубы, -ов, κ. зубья, -ьев α.
    1. δόντι•

    коренной зуб ο τραπεζίτης•

    молочный зуб ο γαλαξίας (γαλακτίας)•

    глазевые -ы οι κυνόνοντες•

    зуб мудрости ο φρονιμίτης•

    вставные -ы τα βαλτά δόντια•

    -ы передние τα μπροστινά δόντια (οι, κοπτήρες)•

    -ы прорезались τά δόντια έσκασαν (αναφύησαν).

    2. μτφ. κάθε οδοντοειδής εξοχή οργάνου•

    зубья! пилы δόντια του πριονιού.

    εκφρ.
    зуб за зуб – τρωγώμαστε σαν τα σκυλιά•
    зуб на зуб не попадает – μου φεύγει το κατακλείδι (από κρύο, φόβο κ.τ.τ.)•
    - ами держаться – κρατιέμαι με τα δόντια (επίμονα δεν υποχωρώ)•
    - ы разгорелись – καίγομαι από την επιθυμία•
    глядеть ή смотрть в -ы – κοιτάζω με ποιόν έχω να κάνω και ανάλογα να συμπεριφερθώ•
    вооруженный до -ов – (εξ)οπλισμένος ως τα δόντια (σαν αστακός)•
    вырвать от -ов – αποσπώ από τα δόντια (με μεγάλη δυσκολία)•
    иметь зуб на кого ή против кого – έχω άχτι (αμάχη) για κάποιον•
    -ы на пол положить ή класть – δεν έχω τίποτε για να φάω, τα δόντια μου μένουν άπραγα•
    ломать –ы на чем – σπάζω τα μούτρα (αποτυχαίνω οικτρά)•
    показывать -ы – δείχνω τα δόντια (την κακία)•
    стиснуть -ы – σφίγγοντας τα δόντια (υπερεντείνοντας τις δυνάμεις)•
    - ы съесть на чём – έχει περάσει πολλά η καμπούρα μου, είνιαι πεπειραμένος (παθός зуб μαθός)•
    точить -ы – α) σου, του κλπ. έχω ράμματα για τη γούνα, β) τροχώ τα δόντια (ετοιμάζομαι αρπάξω)•
    чесать -ы – (απλ.)1 φλυαρώ• κουτσομπολεύω•
    навязло в –ах – πολύ τον (την κλπ.) βαρέθηκα•
    не по -ам – δεν είναι για τα δόντια (σου, του κ.τ.τ.)•
    ни в зуб толкнуть – δεν ξέρω γρυ, δε σκαμπάζω τίποτε•
    сквозь -ы (говорить, бормотать κλπ.) – μουρμουρίζω, μεμψιμοιρώ.

    Большой русско-греческий словарь > зуб

  • 20 изгорбить

    -блю, -бишь
    ρ.σ.μ.
    (απλ.) καμπουριάζω, κάνω καμπούρα.
    καμπουριάζω.

    Большой русско-греческий словарь > изгорбить

См. также в других словарях:

  • καμπούρα — η 1. κύρτωμα τής ράχης ανθρώπου ή ζώου, εξόγκωμα, ύβος («η καμπούρα τής καμήλας») 2. μτφ. κάθε κύρτωμα ή προεξοχή τού εδάφους ή οποιουδήποτε άλλου πράγματος («η καμπούρα τού σαμαριού») 3. η ράχη 4. φρ. α) «στην καμπούρα μου» στη ράχη μου, εις… …   Dictionary of Greek

  • καμπούρα — η κύρτωμα της ράχης ανθρώπου ή ζώου: Να κάνεις γυμναστική και να περπατάς ίσια, γιατί όσο πας και κάνεις καμπούρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κύπτω — (AM κύπτω) κλίνω το κεφάλι ή και το σώμα προς τα εμπρός και κάτω, γέρνω, σκύβω, καμπουριάζω (α. «έκυπτε, πνίγουσα τους λυγμούς της επί τού λίκνου», Παπαδ. β. «κάτω ἀεὶ βλέποντες καὶ κεκυφότες εἰς γῆν καὶ εἰς τραπέζας», Πλατ.) νεοελλ. φρ. α) «δεν… …   Dictionary of Greek

  • καμπουρωτός — ή, ό [καμπούρα] αυτός που έχει καμπούρα, κύρτωση, ο καμπούρης, ο κυρτός («καμπουρωτή μύτη»). επίρρ... καμπουρωτά με καμπουρωτό τρόπο, κυρτά …   Dictionary of Greek

  • μεγάπτερος — (Μegaptera). Γένος κητωδών της οικογένειας των φαλαινοπτερίδων. Ονομάζεται και φάλαινα η υβοφόρος ή φάλαινα με καμπούρα. Μοναδικός αντιπρόσωπος του γένους είναι το είδος Megaptera novaeangliae, το οποίο συναντάται στους ωκεανούς όλου του κόσμου.… …   Dictionary of Greek

  • ύβος — ο 1. παθολογικό κύρτωμα ή εξόγκωμα της ράχης ή του στήθους εξαιτίας παραμόρφωσης της σπονδυλικής στήλης ή του στέρνου, ύβωμα, καμπούρα. 2. το κύρτωμα, η καμπούρα της ράχης της καμήλας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακαμπούριαστος — η, ο [καμπουριάζω] χωρίς καμπούρα, ευθυτενής, ίσιος …   Dictionary of Greek

  • επίκυρτος — η, ο (AM ἐπίκυρτος, ον) [κυρτός] κυρτός προς τα κάτω ή προς τα εμπρός, σκυφτός νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο επίκυρτος 1. φυσόστομος ιχθύς τής οικογένειας τών σαλμωνιδών 2. κολεόπτερο έντομο τής οικογένειας τών δασκυλλιδών αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ… …   Dictionary of Greek

  • ζεμπού — Γένος βοοειδών που χαρακτηρίζονται από ένα κύρτωμα (ύβος), πολύ ή λίγο ανεπτυγμένο, ανάμεσα στις ωμοπλάτες ή από αυτές έως την ινιακή ζώνη. Η καμπούρα των ζ., που αποτελείται από λιπώδη ή μη λιπώδη μυϊκό ιστό, είναι μεγαλύτερη στο αρσενικό και… …   Dictionary of Greek

  • κήλη — Ιατρικός όρος που χαρακτηρίζει την έξοδο ενός οργάνου ή τμήματός του από την κοιλότητα στην οποία φυσιολογικά περιέχεται, εξακολουθώντας όμως να καλύπτεται από τους ιστούς που φυσιολογικά το περιβάλλουν. Οι κ. που απαντώνται συχνότερα είναι… …   Dictionary of Greek

  • καμαρώνω — (AM καμαρῶ, όω, Μ και καμαρώνω) κατασκευάζω κάτι με καμάρα, με αψίδα ή σε σχήμα καμάρας, επιστεγάζω με καμάρα, με θόλο, με αψίδα, αψιδώνω (νεοελλ. μσν) 1. υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι, επιδεικνύομαι, στέκω καμαρωτός, κορδώνομαι («καμαρώνει σαν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»